αντρώνομαι

αντρώνομαι
-ώθηκα, γίνομαι πια άντρας: Ο γιος σου αντρώθηκε πια.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αντρώνομαι — ανδρώνομαι και αντρώνομαι, ανδρώθηκα και αντρώθηκα βλ. πίν. 4 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ανδρώνομαι — και αντρώνομαι, ανδρώθηκα και αντρώθηκα βλ. πίν. 4 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”